- οὔρημα
- οὔρημα, τό, Urin, Harn
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
οὔρημα — urine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ούρημα — το (Α οὔρημα) [ουρώ] το προϊόν τής ούρησης, το ούρο … Dictionary of Greek
οὐρημάτων — οὔρημα urine neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρήματα — οὔρημα urine neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρήματι — οὔρημα urine neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρήματος — οὔρημα urine neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρώ — (I) (Α οὐρῶ, έω) 1. αποβάλλω τα ούρα, κατουρώ 2. αποβάλλω κάτι μαζί με τα ούρα («ούρησε αίμα») αρχ. 1. παθ. οὐροῡμαι, έομαι προκαλώ την έκκριση ούρων, είμαι διουρητικός 2. (η μτχ. τού ουδ. τού μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ οὐρούμενον το ούρημα. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ՄԷԶ — (միզի կամ զոյ.) NBH 2 0258 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. οὗρον, οὕρημα urina. որ եւ ԳՈՒՄԻԶ. պ. կիմիյզ, շիմիյզ. Յաւելուած ջրեղէն հիւթոյ արտաքսեալ ʼի բնութենէ իւրեանց. ջրվաթ. սիտիք, իտրար (ʼի յն. ի՛տօռ. ջուր). *Ըմպել զմէզ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)